παρακεντητήριον

παρακεντητήριον
παρακεντ-ητήριον, τό,
A instrument for tapping or couching, prob. in Gal.18(2).672.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρακεντητήριον — instrument for tapping neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακεντητηρίου — παρακεντητήριον instrument for tapping neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακεντητήριο — το / παρακεντητήριον, ΝΑ ιατρ. χειρουργικό εργαλείο με το οποίο γίνεται παρακέντηση σε περίπτωση υδρωπικίας ή αφαίρεση τού καταρράκτη τού ματιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρακεντῶ + επίθημα –τήριον (πρβλ. σιωπη τήριον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”